- ψιλο-
- Να' συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β' συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο-αλεσμένος, ψιλό-γνεθος, ψιλό-φλουδος)β) υπάρχει ή γίνεται σε μικρή ποσότητα ή διάρκεια, επιφανειακά (πρβλ. ψιλο-βρέχει, ψιλο-διαβάζω, ψιλο-καταλαβαίνω κ.α.)γ) γίνεται με προσοχή, επιμέλεια, φροντίδα, λεπτότητα, λεπτομέρεια (πρβλ. ψιλο-διάλεχτος, ψιλο-δουλειά, ψιλο-κοσκινίζω, ψιλο-ρωτώ) και δ) είναι κάτι ασήμαντο, φτηνό, ανάξιο λόγου (πρβλ. ψιλο-πρά[γ]ματα, ψιλο-λόϊ).Παραδείγματα σύνθ. με α' συνθετικό ψιλο-: ψιλοβρέχει, ψιλοβρόχι, ψιλογνέθω, ψιλογράφος, ψιλοδιάλεχτος, ψιλοδουλειά, ψιλοκάμωτος, ψιλοκόβω, ψιλοκοσκινίζω, ψιλολογώ, ψιλοπρά(γ)ματα, ψιλορωτώ, ψιλοτραγουδώ, ψιλοτρίβω.
Dictionary of Greek. 2013.